- ραχιτικός
- -ή, -όαυτός που πάσχει από ραχιτισμό ή έχει προδιάθεση γι' αυτή την αρρώστια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ραχιτικός — ή, ό, Ν ιατρ. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή οφείλεται στη ραχίτιδα («ραχιτική παραμόρφωση») 2. ως ουσ. αυτός που έχει προσβληθεί από ραχίτιδα 3. φρ. «ραχιτικό κομπολόι» η στρογγυλή διόγκωση τών πλευρών στα όρια τού οστέινου και χόνδρινου… … Dictionary of Greek
κομβολόγιο(ν) — το (η κομβολόγιον) βλ. κομπολίι νεοελλ. φρ. «ραχιτικό κομβολόγιο» ιατρ. σειρά διογκώσεων που θυμίζουν χάντρες κομπολογιού και εμφανίζονται στο όριο χόνδρου και οστού κάθε πλευράς στις περιπτώσεις ραχίτιδας και σπανιότερα σκορβούτου,… … Dictionary of Greek
νανισμός — Ανωμαλία που χαρακτηρίζεται βασικά από μειωμένη ανάπτυξη του ύψους και του βάρους του σώματος, σε σχέση με τον φυσιολογικό μέσο όρο ανάπτυξης που μας παρέχεται από τις στατιστικές για μια ορισμένη φυλή, ηλικία και φύλο. Οι τιμές του αναστήματος… … Dictionary of Greek